- ἐκπρεπεστάτη
- ἐκπρεπήςdistinguished out of allfem nom/voc superl sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκπρεπής — ἐκπρεπής, ές (Α) 1. διαπρεπής, υπέροχος («ἐκπρεπεστάτη γυνή», Ευρ. Αλκ.) 2. έξω τού πρέποντος, απρεπής … Dictionary of Greek